- καρτούτσο
- το1. κυλινδρική δέσμη από χαρτί που περιέχει ομοειδή και ισομεγέθη μεταλλικά κέρματα2. (στα Επτάνησα) μέτρο χωρητικότητας υγρών που ισοδυναμεί με το ένα τέταρτο τού κανατιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cartuccia «φυσίγγιο» (< carta «χαρτί»)].
Dictionary of Greek. 2013.